Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αρθρώνω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρθρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [arˈθrɔnɔ] VERB μεταβ

1. αρθρώνω (φθόγγους):

αρθρώνω

2. αρθρώνω (λέω):

αρθρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский