Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για πετσέτα στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πετσέτα [pɛˈtsɛta] SUBST θηλ

1. πετσέτα (μικρή, μέτρια):

πετσέτα
Handtuch ουδ
Küchentuch ουδ
Geschirrtuch ουδ
πετσέτα μπάνιου (μεγάλη)
Badetuch ουδ

2. πετσέτα (στο τραπέζι):

πετσέτα
Serviette θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πετσέτα

πετσέτα μπάνιου (μεγάλη)
Badetuch ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский