Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για οδυνηρός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οδυνηρ|ός <-ή, -ό> [ɔðiniˈrɔs] ΕΠΊΘ

οδυνηρός
ιδιαίτερα οδυνηρός

Παραδειγματικές φράσεις με οδυνηρός

ιδιαίτερα οδυνηρός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский