Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για παίζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παί|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ˈpɛzɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский