στο λεξικό PONS
I. ανώμαλ|ος <-η, -ο> [aˈnɔmalɔs] ΕΠΊΘ
1. ανώμαλος (ρυθμός):
- ανώμαλος
-
2. ανώμαλος (επιφάνεια):
- ανώμαλος
-
3. ανώμαλος ΓΛΩΣΣ (ρήμα):
- ανώμαλος
-
4. ανώμαλος (ψυχικά):
- ανώμαλος
-
5. ανώμαλος (σεξουαλικά):
- ανώμαλος
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.