Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για οδός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οδός [ɔˈðɔs] SUBST θηλ

2. οδός μτφ:

οδός
Weg αρσ
μέση οδός
Mittelweg αρσ

ιδιωτισμοί:

Atmungstrakt αρσ
νευρική οδός ΑΝΑΤ
Nervenbahn θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με οδός

εθνική οδός
Autobahn θηλ
μέση οδός
Mittelweg αρσ
νευρική οδός ΑΝΑΤ
Nervenbahn θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский