στο λεξικό PONS
I. χαϊδ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [xaiˈðɛvɔ] VERB μεταβ
1. χαϊδεύω (με το χέρι):
- χαϊδεύω
-
2. χαϊδεύω (με την παλάμη, επαναλμβάνοντας συνεχώς την κίνηση):
- χαϊδεύω
-
II. χαϊδεύομαι VERB αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.