Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ατιμώρητος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατιμώρητ|ος <-η, -ο> [atiˈmɔritɔs] ΕΠΊΘ

ατιμώρητος
μένω ατιμώρητος

Παραδειγματικές φράσεις με ατιμώρητος

μένω ατιμώρητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский