στο λεξικό PONS
απουσία [apuˈsia] SUBST θηλ
1. απουσία (μη παρουσία):
- απουσία
- Abwesenheit θηλ
- αδικαιολόγητη/δικαιολογημένη απουσία
-
- συστηματική απουσία από την εργασία
-
-
- Abwesenheitsrate θηλ
-
- Fehlzeitenquote θηλ
2. απουσία (έλλειψη, ανυπαρξία):
- απουσία
- Fehlen ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.