Ελληνικά » Γερμανικά

ωράριο [ɔˈrariɔ] SUBST ουδ

1. ωράριο (εργασίας):

ωράριο
Arbeitszeit θηλ
ωράριο εργασίας
Arbeitszeit θηλ
ελαστικό ωράριο

2. ωράριο (μαθημάτων):

ωράριο
Stundenplan αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ωράριο

ελαστικό ωράριο
ωράριο εργασίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский