Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για έλκομαι στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εύχ|ομαι <-ήθηκα> [ˈɛfxɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

δέ|ομαι <-ήθηκα> [ˈðɛɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

μάχομαι [ˈmaxɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα ohne Aoriststamm

I . κάθομαι <κάθισα [ή έκατσα], καθισμένος> [ˈkaθɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

γεύ|ομαι <-τηκα> [ˈjɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. γεύομαι (δοκιμάζω):

2. γεύομαι (απολαμβάνω):

I . γίν|ομαι <-α, -ωμένος> [ˈjinɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

2. γίνομαι (λαμβάνω ύπαρξη):

έρχομαι <ήρθα> [ˈɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ

ja?

ρεύ|ομαι <-τηκα> [ˈrɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

σέβ|ομαι <-άστηκα> [ˈsɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. σέβομαι (γενικά):

2. σέβομαι (νόμο):

είμαι <ήμουν> [ˈimɛ] VERB αμετάβ ohne Aoriststamm

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский