Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: προτομή , προτού και προκοπή

προκοπή [prɔkɔˈpi] SUBST θηλ

2. προκοπή (εργατικότητα):

Fleiß αρσ

3. προκοπή (απόδοση, καρποφορία):

Ertrag αρσ

προτομή [prɔtɔˈmi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский