Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για οζώδης στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζωώδ|ης <-ης, -ες> [zɔˈɔðis] ΕΠΊΘ

1. ζωώδης (χαρακτηριστικός των ζώων):

2. ζωώδης μτφ (ένστικτα, συμπεριφορά):

λοφώδ|ης <-ης,- ες> [lɔˈfɔðis] ΕΠΊΘ

ιώδ|ης <-ης, -ες> [iˈɔðis] ΕΠΊΘ

ελώδ|ης <-ης, -ες> [ɛˈlɔðis] ΕΠΊΘ

ευώδ|ης <-ης, -ες> [ɛˈvɔðis] ΕΠΊΘ

Ηρώδ|ης <-ηδες> [iˈrɔðis] SUBST αρσ

ινώδ|ης <-ης, -ες> [iˈnɔðis] ΕΠΊΘ

ιξώδ|ης <-ης, -ες> [iˈksɔðis] ΕΠΊΘ

μυώδ|ης <-ης, -ες> [miˈɔðis] ΕΠΊΘ

πυώδ|ης <-ης, -ες> [piˈɔðis] ΕΠΊΘ

χαώδ|ης <-ης, -ες> [xaˈɔðis] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский