Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για άπλωμα στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πάπλωμα [ˈpaplɔma] SUBST ουδ

μπάλωμα [ˈbalɔma] SUBST ουδ

1. μπάλωμα (η πράξη: ρούχου, σαμπρέλας):

Flicken ουδ

2. μπάλωμα (η πράξη: κάλτσας):

Stopfen ουδ

3. μπάλωμα (σε ρούχο, σαμπρέλα):

Flicken αρσ

απλίκα [aˈplika] SUBST θηλ

μάλωμα [ˈmalɔma] SUBST ουδ

1. μάλωμα (επίπληξη):

Schelte θηλ

2. μάλωμα (καβγάς):

Streit αρσ
Zank αρσ

δόλωμα [ˈðɔlɔma] SUBST ουδ και μτφ

θήλωμα [ˈθilɔma] SUBST ουδ ΙΑΤΡ

απλωσιά [aplɔˈsça] SUBST θηλ

1. απλωσιά (ελεύθερος χώρος):

Freiraum αρσ

2. απλωσιά (απλωμένα ρούχα):

Ladung θηλ Wäsche

βούλωμα [ˈvulɔma] SUBST ουδ

1. βούλωμα (η πράξη):

Zustopfen ουδ

2. βούλωμα (το αντικείμενο):

Stopfen αρσ

κοίλωμα [ˈcilɔma] SUBST ουδ

μυέλωμα [miˈɛlɔma] SUBST ουδ ΙΑΤΡ

στύλωμα [ˈstilɔma] SUBST ουδ (υποστήριγμα)

φύλλωμα [ˈfilɔma] SUBST ουδ

I . απλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [aˈplɔnɔ] VERB μεταβ

2. απλώνω (διευρύνω):

3. απλώνω (επεκτείνω):

4. απλώνω (χέρια, πόδια):

5. απλώνω (ρούχα):

6. απλώνω (βούτηρο σε ψωμί):

streichen auf +αιτ

απλ|ός <-ή, -ό> [aˈplɔs] ΕΠΊΘ

άπλυτα [ˈaplita] SUBST ουδ πλ (ρούχα)

schmutzige Wäsche θηλ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский