Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ασπρίζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ασπρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [asˈprizɔ] VERB μεταβ

1. ασπρίζω (ρούχα):

ασπρίζω

2. ασπρίζω (τοίχο):

ασπρίζω

II . ασπρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [asˈprizɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι άσπρος)

ασπρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский