Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: παλουκώνω , παλούκι , χαστουκίζω , προικίζω , προγκίζω , αποικίζω και παλούκωμα

I . παλουκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [paluˈkɔnɔ] VERB μεταβ (σουβλίζω)

II . παλουκώνομαι VERB αυτοπ ρήμα μτφ (κάθομαι)

παλούκι [paˈluci] SUBST ουδ

1. παλούκι (πάσσαλος):

Pfahl αρσ

2. παλούκι μτφ:

harte Nuss θηλ

χαστουκί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [xastuˈcizɔ] VERB μεταβ

παλούκωμα [paˈlukɔma] SUBST ουδ

αποικί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apiˈcizɔ] VERB μεταβ

προγκί|ζω <-ξα, -σμένος> [prɔɲˈɟizɔ] VERB μεταβ

1. προγκίζω (χλευάζω):

2. προγκίζω (γιουχαΐζω):

3. προγκίζω (με σφυρίγματα):

4. προγκίζω (διώχνω με φωνές: κατσίκια):

5. προγκίζω (αποπαίρνω):

προικί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [priˈcizɔ] VERB μεταβ

2. προικίζω μτφ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский