Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ικρίωμα στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ικρίωμα [iˈkriɔma] SUBST ουδ

1. ικρίωμα (σκαλωσιά):

ικρίωμα
Gerüst ουδ

2. ικρίωμα (της αγχόνης):

ικρίωμα
Schafott ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский