Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ευμετακίνητος , αμετακίνητος και δυσκίνητος

ευμετακίνητ|ος <-η, -ο> [ɛvmɛtaˈcinitɔs] ΕΠΊΘ

αμετακίνητ|ος <-η, -ο> [amɛtaˈcinitɔs] ΕΠΊΘ

1. αμετακίνητος (που δε μετακινείται):

δυσκίνητ|ος <-η, -ο> [ðisˈcinitɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский