Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για λοφιοφόρος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λαχειοφόρ|ος <-α, -ο> [laçiɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ

ψηφοφόρος [psifɔˈfɔrɔs] SUBST mf

1. ψηφοφόρος (όποιος ψηφίζει):

Wähler(in) αρσ (θηλ)

2. ψηφοφόρος (όποιος έχει δικαίωμα ψήφου):

τυφεκιοφόρος [tifɛciɔˈfɔrɔs] SUBST αρσ

σημαιοφόρος [simɛɔˈfɔrɔs] SUBST mf

γενειοφόρ|ος <-ος, -ο> [jɛniɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ

στροφαλοφόρ|ος <-α, -ο> [strɔfalɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ ΜΗΧΑΝΙΚΉ

στροβιλοφόρ|ος <-α, -ο> [strɔvilɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ

αγγελιοφόρος [aɲɟɛliɔˈfɔrɔs], αγγελιαφόρος [aɲɟɛliaˈfɔrɔs] SUBST αρσ

φυλλοφόρ|ος <-α, -ο> [filɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ

ζωοφόρος

ζωοφόρος s. ζωφόρος

Βλέπε και: ζωφόρος

ζωφόρος [zɔˈfɔrɔs] SUBST θηλ

αιμοφόρ|ος <-α, -ο> [ɛmɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ

ανθοφόρ|ος <-α, -ο> [anθɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ

αχθοφόρος [axθɔˈfɔrɔs] SUBST αρσ

κωνοφόρ|ος <-α, -ο> [kɔnɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ

πυροφόρ|ος <-ος, -ο> [pirɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский