Ελληνικά » Γερμανικά

κότα [ˈkɔta] SUBST θηλ

2. κότα (ειδικά η θηλυκή):

κότα
Henne θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κότα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский