Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: βρωμ- , βραζω , βρόμη , βρόμα , βρίθω , βρίζω , βρέχω , βράζω , βρω , βρομώ και βρώμη

βρωμ-

βρωμ- s. βρομ-

βρώμη [ˈvrɔmi], βρόμη [ˈvrɔmi] SUBST θηλ

Hafer αρσ

βρομ|ώ <-άς, -ησα, -ισμένος> [vrɔˈmɔ] VERB αμετάβ

βρω

βρω s. βρίσκω

Βλέπε και: βρίσκω

I . βρίσκω <βρήκα, βρέθηκα> [ˈvriskɔ] VERB μεταβ

6. βρίσκω (για σφαίρα όπλου):

II . βρέχομαι VERB αυτοπ ρήμα

III . βρέχω <έβρεξα, βράχηκα, βρε(γ)μένος> [ˈvrɛxɔ] VERB απρόσ ρήμα

I . βρί|ζω <-σα, -στηκα> [ˈvrizɔ] VERB μεταβ (προσβάλλω)

II . βρί|ζω <-σα, -στηκα> [ˈvrizɔ] VERB αμετάβ (βλαστημώ)

βρίθω [ˈvriθɔ] VERB αμετάβ nur präs und imperf

βρόμα [ˈvrɔma] SUBST θηλ

1. βρόμα (κακοσμία):

Gestank αρσ

2. βρόμα (βρομιά):

Dreck αρσ

βρόμη [ˈvrɔmi] SUBST θηλ

Hafer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский