Ελληνικά » Γερμανικά

ράφτης (ράφτρα) [ˈraftis, ˈraftra] SUBST αρσ (θηλ)

Schneider(in) αρσ (θηλ)

βαφέας [vaˈfɛas] SUBST αρσ

βαφτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vafˈtizɔ] VERB μεταβ

κλέφτης (κλέφτρα) [ˈklɛftis, ˈklɛftra] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. κλέφτης (που κλέβει):

Dieb(in) αρσ (θηλ)
Räuber(in) αρσ (θηλ)
Datendieb(in) αρσ (θηλ)

2. κλέφτης nur m (επί τουρκοκρατίας):

Klephte αρσ

τρίφτης [ˈtriftis] SUBST αρσ

τσίφτης (τσίφτισσα) [ˈtsiftis, ˈtsiftisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αφέντης [aˈfɛndis] SUBST αρσ, αφέντισσα, αφέντρα [aˈfɛndisa [ή aˈfɛndra] ] SUBST θηλ

1. αφέντης (άρχοντας, εξουσιαστής):

Herr(in) αρσ (θηλ)

2. αφέντης (αφεντικό):

Chef(in) αρσ (θηλ)

καφετ|ής <-ιά, -ί> [kafɛˈtis] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский