Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για χρωστώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χρωστ|ώ [xrɔsˈtɔ], χρεωστ|ώ [xrɛɔsˈtɔ] <-άς> VERB μεταβ ohne Aoriststamm

1. χρωστώ (χρήματα):

χρωστώ

3. χρωστώ μτφ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский