Ελληνικά » Γερμανικά

διατυπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiatiˈpɔnɔ] VERB μεταβ

1. διατυπώνω (μεταθέτω τις σκέψεις μου σε λόγο):

2. διατυπώνω (εκθέτω: απόψεις κτλ):

δι|ατάσσω <-έταξα, -ατάχτηκα, -α(τε)ταγμένος> [ðiaˈtasɔ] VERB μεταβ

1. διατάσσω (τοποθετώ σε ορισμένη τάξη):

2. διατάσσω (διατάζω):

δι|ατρέφω <-έθρεψα, -ατράφηκα, -αθρεμμένος> [ðiaˈtrɛfɔ] VERB μεταβ (οικογένεια)

διατρανώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiatraˈnɔnɔ] VERB μεταβ

διαταρά|σσω [ðiataˈrasɔ], διαταρά|ζω [ðiataˈrazɔ] <-ξα, -χτηκα, -γμένος> VERB μεταβ

διατίμησ|η <-εις> [ðiaˈtimisi] SUBST θηλ

1. διατίμηση (καθορισμός της τιμής):

2. διατίμηση (καθορισμένη τιμή):

Tarif αρσ

διατείνομαι [ðiaˈtinɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα nur präs und imperf

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский