Ελληνικά » Γερμανικά

μονοπωλιακ|ός <-ή, -ό> [mɔnɔpɔliaˈkɔs] ΕΠΊΘ

μονοπωλ|ώ <-είς, -ησα> [mɔnɔpɔˈlɔ] VERB μεταβ

μεταπωλητής (μεταπωλήτρια) [mɛtapɔliˈtis, mɛtapɔˈlitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μονοπολικ|ός <-ή, -ό> [mɔnɔpɔliˈkɔs] ΕΠΊΘ ΗΛΕΚ

μονοετ|ής <-ής, -ές> [mɔnɔɛˈtis] ΕΠΊΘ

μονοθεϊστής (μονοθεΐστρια) [mɔnɔθɛisˈtis, mɔnɔθɛˈistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский