Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: βάλσαμο , βαλσαμώνω , βαλσαμίνη , βαλλισμός , πολύγαμος και βαλσάμωμα

βάλσαμο [ˈvalsamɔ] SUBST ουδ

βαλσαμίνη [valsaˈmini] SUBST θηλ

βαλσαμώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [valsaˈmɔnɔ] VERB μεταβ

βαλσάμωμα [valˈsamɔma] SUBST ουδ

πολύγαμ|ος <-η, -ο> [pɔˈliɣamɔs], πολυγαμικ|ός [pɔliɣamiˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

βαλλισμός [valizˈmɔs] SUBST αρσ ΙΑΤΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский