Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ξεπαγωμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεπαρμέν|ος <-η, -ο> [ksɛparˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

παγωμέν|ος <-η, -ο> [paɣɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

2. παγωμένος (δρόμος, παρμπρίζ):

3. παγωμένος (πολύ κρύος):

φαγωμέν|ος <-η, -ο> [faɣɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. φαγωμένος (χορτάτος):

2. φαγωμένος (σίδερο, ξύλο):

3. φαγωμένος (παντελόνι):

ξεπεσμέν|ος <-η, -ο> [ksɛpɛzˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ξεπλυμέν|ος <-η, -ο> [ksɛpliˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (χρώμα)

ξεπερασμέν|ος <-η, -ο> [ksɛpɛrazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

επανδρωμέν|ος <-η, -ο> [ɛpanðrɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ξεπαγώ|νω <-σα, -μένος> [ksɛpaˈɣɔnɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

πληγωμέν|ος <-η, -ο> [pliɣɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ και μτφ

ερωμέν|ος (-η) [ɛrɔˈmɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Liebhaber(in) αρσ (θηλ)

πιωμέν|ος <-η, -ο> [pçɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

πωρωμέν|ος <-η, -ο> [pɔrɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский