Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για δυσκαμψία στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δυσκαμψία [ðiskamˈpsia] SUBST θηλ και μτφ

δυσκαμψία
Starrheit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский