Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: δύσπιστος , εύπιστος και έμπιστος

έμπιστ|ος <-η, -ο> [ˈɛmbistɔs] ΕΠΊΘ

1. έμπιστος (αξιόπιστος):

2. έμπιστος (σύντροφος, φίλος):

εύπιστ|ος <-η, -ο> [ˈɛfpistɔs] ΕΠΊΘ

δύσπιστ|ος <-η, -ο> [ˈðispistɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский