Ελληνικά » Γερμανικά

τρεις <τρεις, τρία> [tris] NUM

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский