Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ανοικτός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάμικτ|ος <-η, -ο> [aˈnamiktɔs] ΕΠΊΘ

ανέφικτ|ος <-η, -ο> [aˈnɛfiktɔs] ΕΠΊΘ

1. ανέφικτος (απρόσιτος):

2. ανέφικτος (απραγματοποίητος):

ανοιχτ|ός <-ή, -ό> [anixˈtɔs] ΕΠΊΘ

3. ανοιχτός (φως: αναμμένο):

an

ανοίκιαστ|ος <-η, -ο> [aˈnicastɔs] ΕΠΊΘ

άπαικτ|ος [ˈapɛktɔs], άπαιχτ|ος [ˈapɛxtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. άπαικτος (ταινία):

2. άπαικτος (θεατρικό έργο):

3. άπαικτος (χαρτί τράπουλας):

4. άπαικτος μτφ (άνθρωπος):

εύθικτ|ος <-η, -ο> [ˈɛfθiktɔs] ΕΠΊΘ

ανοικονόμητ|ος <-η, -ο> [anikɔˈnɔmitɔs] ΕΠΊΘ

1. ανοικονόμητος (ακατάστατος):

2. ανοικονόμητος (ανυπόφορος):

ανοικοδομ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [anikɔðɔˈmɔ] VERB μεταβ

ανοιγμέν|ος <-η, -ο> [aniɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αμείλικτ|ος [aˈmiliktɔs], αμείλιχτ|ος [aˈmilixtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

αστήριχτ|ος [aˈstirixtɔs], αστήρικτ|ος [aˈstiriktɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. αστήριχτος (χωρίς στήριγμα):

2. αστήριχτος (αβάσιμος: επιχείρημα):

ανοιξιάτικ|ος <-η, -ο> [aniˈksçatikɔs] ΕΠΊΘ

ανοιχτόλογ|ος <-η, -ο> [anixˈtɔlɔɣɔs] ΕΠΊΘ

ανοιχτομάτ|ης <-α [ή -ισσα], -ικο> [anixtɔˈmatis] ΕΠΊΘ

ανοιχτοχέρ|ης <-α, -ικο> [aixtɔˈçɛris] ΕΠΊΘ

ανοικοκύρευτ|ος <-η, -ο> [anikɔˈcirɛftɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский