στο λεξικό PONS
I. σκορ|πίζω [skɔrˈpizɔ], σκορπ|ώ [skɔrˈpɔ] <-άς, -σα, -στηκα, -σμένος> VERB μεταβ
1. σκορπίζω (ρίχνω):
- σκορπίζω
-
2. σκορπίζω (εδώ κι εκεί):
- σκορπίζω
-
3. σκορπίζω (διαχέω):
- σκορπίζω
-
II. σκορ|πίζω [skɔrˈpizɔ], σκορπ|ώ [skɔrˈpɔ] <-άς, -σα, -στηκα, -σμένος> VERB αμετάβ (συντρίβομαι)
- σκορπίζω
-
III. σκορπίζομαι VERB αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.