Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ανάμεικτος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναμείκτης [anaˈmiktis] SUBST αρσ

ανάμικτ|ος <-η, -ο> [aˈnamiktɔs] ΕΠΊΘ

αναπόδεικτ|ος [anaˈpɔðiktɔs], αναπόδειχτ|ος [anaˈpɔðixtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

αναμείξιμ|ος <-η, -ο> [anaˈmiksimɔs] ΕΠΊΘ ΧΗΜ

αναμάρτητ|ος <-η, -ο> [anaˈmartitɔs] ΕΠΊΘ

αυταπόδεικτ|ος [aftaˈpɔðiktɔs], αυταπόδειχτ|ος [aftaˈpɔðixtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

αμείλικτ|ος [aˈmiliktɔs], αμείλιχτ|ος [aˈmilixtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

I . αναμετρ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα> [anamɛˈtrɔ] VERB μεταβ (τις συνέπειες)

II . αναμετριέμαι VERB αυτοπ ρήμα

αναμεταδότης [anamɛtaˈðɔtis] SUBST αρσ ΜΗΧΑΝΙΚΉ

αναμφισβήτητ|ος <-η, -ο> [anaɱfiˈzvititɔs] ΕΠΊΘ

αναμετάδοσ|η <-εις> [anamɛˈtaðɔsi] SUBST θηλ

2. αναμετάδοση (επανάληψη):

αναμετάδοση TV, ΡΑΔΙΟΦ
Wiederholung θηλ

ανάμειξ|η <-εις> [aˈnamiksi] SUBST θηλ

1. ανάμειξη (ανακάτωμα):

Mischung θηλ
θάλαμος αρσ ανάμειξης ΤΕΧΝΟΛ
Mischkammer θηλ

2. ανάμειξη (σκόπιμο μπλέξιμο):

Einmischung θηλ in +αιτ

αναμελιά

αναμελιά s. αμέλεια

Βλέπε και: αμέλεια

αμέλεια [aˈmɛlia] SUBST θηλ

1. αμέλεια (έλλειψη φροντίδας και ενδιαφέροντος):

2. αμέλεια (απροσεξία, αιτία δυστυχήματος) ΝΟΜ:

αναμερί|ζω <-σα, -σμένος> [anamɛˈrizɔ] VERB μεταβ

αναμεταξύ [anamɛtaˈksi] ΕΠΊΡΡ s. a.

Βλέπε και: ανάμεσα

ανάμεσα [aˈnamɛsa] ΕΠΊΡΡ

2. ανάμεσα (ανάμεσα σε φίλους, εκφράζοντας εμπιστοσύνη):

unter +δοτ

4. ανάμεσα (σχετικά με τρόπο διάβασης):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский