Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σακατεύω , ανακατεύω , δραπετεύω , ασκητεύω , μαθητεύω και παροχετεύω

σακατ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [sakaˈtɛvɔ] VERB μεταβ

1. σακατεύω (κάνω ανάπηρο):

2. σακατεύω μτφ (κατακουράζω):

δραπετ|εύω <-ευσα [ή -εψα] > [ðrapɛˈtɛvɔ] VERB αμετάβ

I . ανακατ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [anakaˈtɛvɔ] VERB μεταβ

2. ανακατεύω (κάποιον σε κάποια υπόθεση):

verwickeln jdn in +αιτ

3. ανακατεύω (τσάι, καφέ):

4. ανακατεύω (τράπουλα):

5. ανακατεύω (φωτιά):

7. ανακατεύω (φέρνω αναγούλα):

8. ανακατεύω (συγχέω: ονόματα):

παροχετ|εύω <-εψα, -εύτηκα> [parɔçɛˈtɛvɔ] VERB μεταβ

1. παροχετεύω (διοχετεύω σε άλλη κατεύθυνση):

2. παροχετεύω (μεταδίδω):

μαθητ|εύω <-εψα [ή -ευσα] > [maθiˈtɛvɔ] VERB αμετάβ

1. μαθητεύω (σπουδάζω, μαθαίνω):

2. μαθητεύω (είμαι μαθητής):

ασκητ|εύω <-εψα> [asciˈtɛvɔ] VERB αμετάβ (ζω ως ασκητής)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский