Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ρυθμίζω , βυθίζω και θυμίζω

ρυθμί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [riθˈmizɔ] VERB μεταβ

1. ρυθμίζω (γενικά: κανονίζω, τακτοποιώ):

3. ρυθμίζω ΜΗΧΑΝΙΚΉ (βάζω εκεί που πρέπει):

θυμί|ζω <-σα> [θiˈmizɔ] VERB μεταβ

I . βυθί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [viˈθizɔ] VERB μεταβ

1. βυθίζω (ρίχνω στο βυθό):

2. βυθίζω (βουτώ σε υγρό):

tauchen in +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский