Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ριψοκινδυνεύω , διακινδυνεύω , ριψοκίνδυνος , παρακινδυνεύω και κινδυνεύω

I . ριψοκινδυν|εύω <-εψα> [ripsɔcinðiˈnɛvɔ] VERB μεταβ

1. ριψοκινδυνεύω (κινδυνεύω):

2. ριψοκινδυνεύω (δοκιμάζω παρά τον κίνδυνο):

II . ριψοκινδυν|εύω <-εψα> [ripsɔcinðiˈnɛvɔ] VERB αμετάβ

ριψοκίνδυν|ος <-η, -ο> [ripsɔˈcinðinɔs] ΕΠΊΘ

1. ριψοκίνδυνος (άνθρωπος):

2. ριψοκίνδυνος (επιχείρηση):

διακινδυν|εύω <-εψα [ή -ευσα], -εύτηκα> [ðiacinðiˈnɛvɔ] VERB μεταβ

2. διακινδυνεύω (εκθέτω σε κίνδυνο):

3. διακινδυνεύω (εκθέτω σε κίνδυνο αφανισμού):

I . κινδυν|εύω <-εψα> [cinðiˈnɛvɔ] VERB αμετάβ (βρίσκομαι σε κίνδυνο)

II . κινδυν|εύω <-εψα> [cinðiˈnɛvɔ] VERB μεταβ (διακινδυνεύω)

παρακινδυν|εύω <-εψα, -ευμένος> [paracinðiˈnɛvɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский