Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ζητιανεύω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζητιαν|εύω <-εψα> [zitçaˈnɛvɔ] VERB αμετάβ

ζητιανεύω
ζητιανεύω για κάτι
um etw αιτ betteln

Παραδειγματικές φράσεις με ζητιανεύω

ζητιανεύω για κάτι
um etw αιτ betteln

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский