Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για φαίνομαι στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φ|αίνομαι <-άνηκα> [ˈfɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

5. φαίνομαι (αποδείχνομαι, αφήνω κάποια εντύπωση):

Παραδειγματικές φράσεις με φαίνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский