στο λεξικό PONS
θέατρο [ˈθɛatrɔ] SUBST ουδ
1. θέατρο (κτήριο, τόπος):
- θέατρο
- Theater ουδ
- πειραματικό θέατρο
-
- θέατρο ρεπερτορίου
-
- θέατρο σκιών
- Schattenspiel ουδ
- υπαίθριο θέατρο
- Freilichttheater ουδ
3. θέατρο μτφ (τόπος όπου διαδραματίστηκε κάτι):
- θέατρο
- Schauplatz αρσ
-
- Kriegsschauplatz αρσ
4. θέατρο (ακροατήριο):
- θέατρο
- Publikum ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.