στο λεξικό PONS
I. πνευματικ|ός <-ή, -ό> [pnɛvmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ
- πνευματικός
-
II. πνευματικ|ός [pnɛvmatiˈkɔs] SUBST αρσ
- πνευματικός
- Beichtvater αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.