Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ονειρεμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ονειροπόλ|ος (-α) [ɔnirɔˈpɔl|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Träumer(in) αρσ (θηλ)

I . ονειρ|εύομαι <-εύτηκα, -εμένος> [ɔniˈrɛvɔmɛ] VERB αμετάβ

II . ονειρ|εύομαι <-εύτηκα, -εμένος> [ɔniˈrɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

ονειρικ|ός <-ή, -ό> [ɔniriˈkɔs] ΕΠΊΘ

ονειρώδ|ης <-ης, -ες> [ɔniˈrɔðis] ΕΠΊΘ

βαρεμέν|ος <-η, -ο> [varɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ οικ

φορεμέν|ος <-η, -ο> [fɔrɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. φορεμένος (που φορέθηκε ήδη):

2. φορεμένος (φθαρμένος):

παντρεμέν|ος <-η, -ο> [pandrɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

συχωρεμέν|ος <-η, -ο> [sixɔrɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

πονεμέν|ος <-η, -ο> [pɔnɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (έκφραση)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский