Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για εφευρίσκω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εφευρίσκω <εφεύρα, εφευρέθηκα> [ɛfɛˈvriskɔ] VERB μεταβ

εφευρίσκω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский