Ελληνικά » Γερμανικά

I . διαπιστεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [ðiapisˈtɛvɔ] VERB μεταβ

II . διαπιστεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

μαθητ|εύω <-εψα [ή -ευσα] > [maθiˈtɛvɔ] VERB αμετάβ

1. μαθητεύω (σπουδάζω, μαθαίνω):

2. μαθητεύω (είμαι μαθητής):

δι|ατάσσω <-έταξα, -ατάχτηκα, -α(τε)ταγμένος> [ðiaˈtasɔ] VERB μεταβ

1. διατάσσω (τοποθετώ σε ορισμένη τάξη):

2. διατάσσω (διατάζω):

δι|ατρέφω <-έθρεψα, -ατράφηκα, -αθρεμμένος> [ðiaˈtrɛfɔ] VERB μεταβ (οικογένεια)

διαταρά|σσω [ðiataˈrasɔ], διαταρά|ζω [ðiataˈrazɔ] <-ξα, -χτηκα, -γμένος> VERB μεταβ

διατηρητέ|ος <-α, -ο> [ðiatiriˈtɛɔs] ΕΠΊΘ (μνημείο)

διατηρητέο [ðiatiriˈtɛɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский