Ελληνικά » Γερμανικά

καταρράκτης [kataˈraktis], καταρράχτης [kataˈraxtis] SUBST αρσ

2. καταρράκτης ΙΑΤΡ:

grauer Star αρσ

καταψύκτης [kataˈpsiktis] SUBST αρσ

1. καταψύκτης (συσκευή):

2. καταψύκτης (τμήμα ψυγείου):

Gefrierfach ουδ

καταπακτή [katapakˈti] SUBST θηλ

καταδότης (καταδότρ(ι)α) [kataˈðɔtis, kataˈðɔtr(i)a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κατατακτήρι|ος <-α, -ο> [katatakˈtiriɔs] ΕΠΊΘ (διαγωνισμός)

χαράκτης (χαράκτρια) [xaˈraktis, xaˈraktria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κατακτητής [kataktiˈtis], καταχτητής [kataxtiˈtis] SUBST αρσ, κατακτήτρια [katakˈtitria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский