Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για σφιχτός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σφιχτ|ός <-ή, -ό> [sfixˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. σφιχτός (γενικά):

σφιχτός

2. σφιχτός (αβγό):

σφιχτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский