Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ήρεμα στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ηρεμία [irɛˈmia] SUBST θηλ (και ψυχική)

ηρεμ|ώ <-είς, -ησα> [irɛˈmɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι ήρεμος)

ένεμα [ˈɛnɛma] SUBST ουδ ΙΑΤΡ

ηρεμί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [irɛˈmizɔ] VERB μεταβ

κούρεμα [ˈkurɛma] SUBST ουδ

1. κούρεμα (μαλλιών):

2. κούρεμα ΧΡΗΜ:

αγρίεμα [aˈɣriɛma] SUBST ουδ (εκφοβισμός, φόβος)

ήρεμ|ος <-η, -ο> [ˈirɛmɔs] ΕΠΊΘ

μάγεμα [ˈmajɛma] SUBST ουδ

1. μάγεμα (μαγεία):

Zauberei θηλ

2. μάγεμα (γοητεία):

Zauber αρσ

βάθεμα [ˈvaθɛma] SUBST ουδ

ένθεμα [ˈɛnθɛma] SUBST ουδ

1. ένθεμα (αντικείμενο):

Einsatz αρσ

2. ένθεμα ΙΑΤΡ:

Keramikinlay ουδ

ξόδεμα [ˈksɔðɛma] SUBST ουδ

1. ξόδεμα (χρημάτων):

Ausgeben ουδ

2. ξόδεμα (ανάλωση):

Aufbrauchen ουδ

έκθεμα [ˈɛkθɛma] SUBST ουδ

πάλεμα [ˈpalɛma] SUBST ουδ

φίλεμα [ˈfilɛma] SUBST ουδ

φύτεμα [ˈfitɛma] SUBST ουδ

1. φύτεμα (κάποιου φυτού):

Pflanzen ουδ

2. φύτεμα (σε φυτεία):

Anpflanzung θηλ

χάζεμα [ˈxazɛma] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский