Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αγιάζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αγιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [aˈjazɔ] VERB μεταβ

1. αγιάζω (ραντίζω):

αγιάζω

2. αγιάζω (προσδίνω αγιότητα):

αγιάζω

II . αγιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [aˈjazɔ] VERB αμετάβ (αποκτώ αγιότητα)

αγιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский