Ελληνικά » Γερμανικά

δυστυχισμέν|ος <-η, -ο> [ðistiçizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

δυστυχία [ðistiˈçia] SUBST θηλ

1. δυστυχία (κακή τύχη):

Unglück ουδ

2. δυστυχία (φτώχεια):

Armut θηλ

3. δυστυχία (αθλιότητα):

Elend ουδ

δυστύχημα [ðisˈtiçima] SUBST ουδ

ευτυχισμέν|ος <-η, -ο> [ɛftiçizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

δυστυχώς [ðistiˈxɔs] ΕΠΊΡΡ

δυστυχ|ής <-ής, -ές> ΕΠΊΘ

τρισευτυχισμέν|ος <-η, -ο> [trisɛftiçizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский