στο λεξικό PONS
αντίστασ|η <-εις> [anˈdistasi] SUBST θηλ
1. αντίσταση ΦΥΣ:
- αντίσταση κατά +γεν
-
-
- jds Widerstand brechen
- χωρίς αντίσταση
-
- ενεργητική/παθητική αντίσταση
-
- κίνημα ουδ αντίστασης
-
- Εθνική Αντίσταση ΙΣΤΟΡΊΑ
-
-
- Luftwiderstand αρσ
- ειδική αντίσταση ΦΥΣ
-
- επιφανειακή αντίσταση
-
- αντίσταση ηλεκτροδίου
-
- μαγνητική αντίσταση
-
- οριακή αντίσταση
- Grenzwiderstand αρσ
- αντίσταση τριβής
-
2. αντίσταση ΗΛΕΚ:
- αντίσταση
- Widerstand αρσ
- ανοδική αντίσταση
- Anodenwiderstand αρσ
- αρνητική αντίσταση
-
- ενδογενής αντίσταση
- Eigenwiderstand αρσ
- επαγωγική αντίσταση
- Induktivität θηλ
- ηλεκτρική αντίσταση
-
αντίσταση SUBST
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- Luftwiderstand αρσ
- αντίσταση θηλ τριβής
- αντίσταση θηλ αγωγού
- αντίσταση θηλ ρευστών
- αντίσταση θηλ ακτινοβολίας ΗΛΕΚ