στο λεξικό PONS
I. χτυπ|ώ <-άς, -σα, -θηκα, -μένος> [xtiˈpɔ] VERB μεταβ
1. χτυπώ (γενικά):
- χτυπώ
-
2. χτυπώ (χορδή):
- χτυπώ
-
3. χτυπώ (τραυματίζω):
II. χτυπ|ώ <-άς, -σα, -θηκα, -μένος> [xtiˈpɔ] VERB αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.